- μονοτρίγλυφος
- μονο-τρίγλῠφος, ον,A with single triglyphs, Vitr.4.3.7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μονοτρίγλυφος — μονοτρίγλυφος, ον (Α) αυτός που αποτελείται από απλά τρίγλυφα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + τρίγλυφον] … Dictionary of Greek